Saturday, January 31, 2015

ΤΟΤΕ ΚΑΙ ΤΩΡΑ... συνέχεια...

...

-«Κοίτα την παλάμη σου, κρατάς το φεγγάρι!» σου είχα πει. Η άμμος αγκάλιαζε με τους αμέτρητους ζεστούς κόκκους της τα γυμνά κορμιά μας. Θυμάσαι; ΄Ήταν μια ψευδαίσθηση. Το μενταγιόν που κρατούσες στο χέρι σου αντανακλούσε το φως των αστεριών κι εγώ σε παρακάλαγα να με κοιτάξεις στα μάτια για να δω το φεγγάρι. Σηκώθηκες πασαλειμμένη με άμμο. Μπήκε στα μάτια μου. Κρέμασες το μενταγιόν στο λαιμό σου και άρχισες να τρέχεις. Σε ακολούθησα… Μια παρέα παιδιών μας είδε. Μας κυνήγησαν ως το νερό. Βούτηξες…
Το άλλο πρωί δεν ήσουν δίπλα μου. Είδα μόνο τούφες από τα μαλλιά σου και ένα μενταγιόν. Ένα κοχύλι σε σχήμα φεγγαριού.

Αυτή η άμμος είναι που έγινε χώμα. Η μοναξιά είναι από χώμα. Χώμα που τρέχει ανάμεσα από τα δάχτυλα. Είναι το τέλος και η αρχή. Ή η αρχή και το τέλος. Δεν είναι ανάγκη να ιδιοποιούμε το παιχνίδι των λέξεων όταν κλυδωνιζόμαστε στο ακραίο. Ο καπνός από το τσιγάρο εξανεμίζεται μαρτυρικά γιατί αναγκάζεται να διασπαστεί. Κι όμως εσύ μου έμαθες πως αυτό δεν είναι διάσπαση αλλά ένωση με την αιωνιότητα. Γι’ αυτό δεν σταμάτησα ποτέ να καπνίζω. Τραβώ τις βαριές κουρτίνες της μοναξιάς μου και αυτοκαταστρέφομαι διαβάζοντας μυθιστορήματα. Είναι το μόνο πράγμα που δεν λειτουργεί υπό τους νόμους της δικαιοδοσίας. Ατένισμα στα νεύρα των ανθρώπων που δεν μπορούν να διαβάσουν.

Δεν ξέρω πως, αλλά τα ρολόγια του δρόμου χτυπούν μαζί τα δευτερόλεπτα. Αποστομώνουν τα λεπτά, τις ώρες, τους αιώνες που περνούν σ΄αυτή την απαίσια πόλη με τους αγέλαστους ανθρώπους. Κανείς δεν ματώνει. Μόνο τα σκυλιά που ψοφούν από την πείνα.Το διαλέγουν. Είναι μια σοφή επιλογή. Θυμάσαι τι είχες πει; «Ο κόσμος είναι γεμάτος παραστάσεις. Παραστάσεις με πρωταγωνιστές τους ανθρώπους. Γιατί; Οι άνθρωποι δεν θα πάνε στον παράδεισο. Δεν θα γευτούν την αμβροσία που στάζει με το σάλιο των Θεών. Θα πεθάνουν από την πείνα στην άλλη ζωή. Φοβάμαι» και τότε σε έσφιγγα στην αγκαλιά μου ξέροντας ότι δεν πιστεύω σε μιαν άλλη ζωή. Είναι αυτό σου το πιστεύω που παρόργιζε τους γύρω, παρότρυνε τον χρόνο να περάσει γρήγορα και να μ’αφήσει μόνο, ν’αναρωτιέμαι αν υπάρχει ζωή μετά το θάνατο. Το δικό μου το τερατώδες τέλος. Το δικό σου το ιδιότυπο.

Τώρα ξέρω ήταν η άμμος εκείνο το βράδυ που είχε κολλήσει πάνω σου. Σε ξελόγιασε. Δεν άντεχες το βήχα μου. Σε έπνιξε η λάσπη που από μοναξιά έγινε λύτρωση. Δεν άντεχες το ότι μπορούσα να βήξω χωρίς να προσποιηθώ. Το ότι μπορούσα να τρέξω χωρίς να λαχανιάσω. Προτίμησες την καιροσκοπία του Διαβόλου που σου προσέφερε μια ζωή χωρίς χώμα. Μια παράσταση χωρίς αυλαία. Χωρίς το τρίξιμο από το χαρτί του προγράμματος κατά τη διάρκεια του έργου που πάντα σε εξόργιζε. Κι όμως θυμάσαι το έργο που βλέπαμε κάθε φορά; Τότε που προσπαθούσαμε να κρύψουμε τα δάκρυά μας. Όταν οι δίπλα έμεναν ακούνητοι κι εμείς απλά αναμάρτητοι, τελειώνοντας αλλιώς την 7η μέρας της δημιουργίας. Δίνοντας το δικό μας τέλος. Όταν το θέατρο άδειαζε γινόσουν η Μήδεια κι εγώ ο Άμλετ πάνω στην ίδια σκηνή. Εσύ πάντα άρχιζες κι εγώ τελείωνα και το αντίθετο. Και ο επίλογος του έργου μας πάντα ο ίδιος: «Η ιστορία δεν ισορροπεί σε μια ευθεία. Η ζωή δεν είναι προϋπόθεση» με την αυλαία διάπλατα ανοιχτή να μάχεται να κλείσει κι εμείς να την κρατάμε ανοιχτή. Ως τη μέρα που έφυγες χωρίς να πεις αντίο. Χωρίς να βάλεις την παλάμη σου στο πρόσωπό μου και να μου πεις: «Κοίτα την παλάμη σου, κρατάς το φεγγάρι!». Έφυγες κι εγώ έγινα χώμα.

          Το διαμέρισμά μου είχε θέα το δρόμο και τον κόσμο. Αυτόν γύψινο κόσμο που συχνά χτίζαμε και γκρεμίζαμε με γέλια. «Ο κόσμος είναι έξω» είπες μια μέρα πριν φύγεις, ξαπλωμένη στο κρεβάτι μου. «Εμείς είμαστε μέσα. Κι όμως η αρμονία την απώλειάς μας είναι πρόθεση. Κανείς δεν ξέρει ότι η ευθυκρισία της ύπαρξής μας τους καταστρέφει». Έγυρες πίσω και γέλασες κι εγώ ονειρευόμουν την αυριανή μέρα ξέροντας ότι θα σ’έχω για πάντα. Που να ‘ξερα ότι θα σε σκότωνα από ζήλια γιατί γνώριζες τι θα πει απελευθέρωση, ενώ εγώ όχι.

          Πολλές φορές ξυπνώ μούσκεμα στον ιδρώτα. Τα σκεπάσματα στάζουν, ενώ εγώ κοντεύω να πνιγώ από τον αιώνιο βήχα μου. Ένα βήχα αληθινό, γέννημα ενός λαιμού ξερού και καυτού όπως η άμμος μακρυά από την θάλασσα που ψήνεται από τον ήλιο. Η μοναξιά μου είναι από χώμα και η αυλαία των δικών μας παραστάσεων γίνεται νερό. Νερό από κόκκινο σκονισμένο βελούδο που σαρώνει την ευφορία. Τότε ο καπνός γίνεται πυκνός και ο δρόμος προς την αιωνιότητα φαίνεται άβατος. Βλέπω αγκάθια στα χέρια και τα δάχτυλά σου και τούφες από τα μαλλιά σου που δείχνουν το δρόμο. Μόνο εσένα δεν βλέπω.

          Έφυγες και νόμιζα ότι δεν θα ξανάρθεις. Κι όμως απόψε είσαι και πάλι εδώ να μου ψιθυρίσεις πως: «Ο άνθρωπος μεγαληγορεί ακατάπαυστα», πως «Η νεφέλη από τα αμέτρητα τσιγάρα μου θα φέρει μπόρα γιατί τελικά δεν υπάρχει άλλη ζωή», πως «Η προσήνεια και η προσήλωση στα μεγάλα έργα θα χαθεί, γιατί η ψυχή ακόμα και όταν έρθει το τέλος μένει ανέπαφη. Ότι τέλος και να είναι αυτό». Τερατώδες σαν το δικό μου, ή ακόμα και ιδιότυπο σαν το δικό σου. Η άμμος που άφησες πίσω σου όταν έφυγες τρέχοντας είχε κομμάτια από το δέρμα σου. Η θάλασσα που  με ξύπνησε το επόμενο πρωί είχε τη μυρωδιά του κορμιού σου και η τούφα από τα μαλλιά σου έκαιγε. Την κοίταζα όσο καιγόταν με μια ασυναίσθητη ηδυπάθεια και αυτογνωσία, σα να γνώριζε ότι η ζωή της είχε πια τελειώσει, χωρίς το φόβο του θανάτου. Είχες πει ότι δεν θα φοβηθείς την ύστατη μέρα. Κι όμως ξέρω ότι τρόμαξες. Ξέρω ότι δάκρυσες γιατί δεν σε κοίταγα στα μάτια.  
  Αλήθεια θυμάσαι που κοιτάγαμε τους γύρω και αυτοί απλά έστρεφαν αλλού του βλέμμα;

-«Μια δυνατή ματιά κρύβει υπόσταση και αληθοφάνεια» είχες πει. «Η αποστροφή των γύρω πρέπει να μας γεμίσει με εγωπάθεια για τα αμαρτήματά τους. Τα δικά μας είναι απλά πράξεις σαδισμού απέναντι στο άπιαστο, στο ακατόρθωτο». Γι’ αυτό με γέμιζε να σε κοιτώ στα μάτια. Όταν όμως εμφανιζόταν εκείνο το βασανιστικό φεγγάρι δάκρυζα. Με ρωτούσες τι συμβαίνει κι εγώ σε ταϊζα με την ίδια αναξιόπιστη δικαιολογία: «Είναι ο καπνός από το τσιγάρο». Ο καπνός από το τσιγάρο που μου έμαθες ότι δεν εξανεμίζεται μαρτυρικά γιατί αναγκάζεται να διασπαστεί, αλλά γιατί θέλει να είναι ο συνδετικός κρίκος της ένωσης του ανθρώπου με την αιωνιότητα. Ποιά αιωνιότητα; Τη δική μου, τη δική σου ή των γύρω;.......................

(ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ...)

Thursday, January 29, 2015

ΤΟΤΕ... και ΤΩΡΑ...

Αυτό... το είχα γράψει όταν ήμουν 16 χρονών... και σκέφτομαι... 

Τί σκεφτόμουν άραγε τότε; Πού έχουμε φτάσει; και πώς ταυτίζομαι για ακόμα μία φορά με αυτή την εφηβική μου πάλη... την αιώνια πάλη... που την κουβαλάω μέσα μου...Τότε που ανακαλύπτεις τον εαυτό σου, την σεξουαλικότητά σου, το είναι σου, το 'υπάρχον'... Τότε που αρχίζεις και συνειδητοποιείς τι είναι ο κόσμος, πως λειτουργεί, πώς σε πληγώνει, πώς σ'ανυψώνει... πως στην πραγματικότητα είσαι ΄μόνος'...Μοναχικός θεατής σε μια 'παράσταση'... σε ένα 'θεατράκι'... ηθοποιός, σκηνοθέτης και θεατής μαζί... στην δική σου παράσταση... και χάνεσαι... και κλαίς και πονάς και χαμογελάς και ανακουφίζεσαι και αναγεννιέσαι και γερνάς... και χειροκροτάς... με αντίλαλο...Τότε που ανακαλύπτεις τους άλλους, τότε που ανακαλύπτεις τα γιατί σου και τα ναί σου και τα όχι σου... Τότε... 

Τώρα... που καταλαβαίνεις πως αυτή η πάλη είναι κομμάτι της ζωής σου, γιατί πάντα θα χάνεις αυτή τη μάχη μέσα σου... θα χάνεις αυτόν τον πόλεμο απέναντι στους άλλους και τους αστάθμητους παράγοντες που σε καθιστούν έρμαιο... να αγωνίζεσαι να είσαι ευτυχισμένος, ολοκληρωμένος... Να έχεις ένα σκοπό...Ε.Σ.
      

 Όταν ένα τσιγάρο κλείνει μέσα του μια ολόκληρη θεατρική παράσταση, πρέπει να το καπνίσουμε νωχελικά. Η αυλαία ανοίγει… Μου θυμίζει τα παλιά εκείνα θέατρα, με τις σκονισμένες, βελούδινες, κόκκινες κουρτίνες, που δεν ξέρεις αν έχουν βαφτεί τεχνικά ή απλά λογοτεχνικά με το αίμα κάποιου ήρωα. Η φλόγα διαλύει την σκόνη και το τρίξιμο από το χαρτί του προγράμματος που καίγεται προκαλεί ρίγος; μια παράξενη ζαλάδα στους θεατές που ρουφούν με πάθος. Δεν είναι η αυτογνωσία τα λόγια ενός Άμλετ, δεν είναι αυτοπραγμάτωση η κραυγή μιας Μήδειας; Είναι αληθοφάνεια, γιατί το κλάμα του θιάσου θα πάψει, θα εξατμιστεί με το σαβάνωμα που θα υποστεί από την αυλαία στο τέλος. Γιατί παντού και για πάντα υπάρχει ένα τέλος. Ακόμα και η ζωή έχει το δικό της ιδιότυπο τέλος. Ας μη μένουμε απλοί θεατές. Γίνετε καπνός, φωτιά, κομμάτι του Άμλετ, της Μήδειας. Τότε είναι που το πνευμόνι δεν θα σαπίσει, δεν θα υποστεί αφαίρεση. Και έτσι, ίσως ο ψίθυρος κατά τη διάρκεια της παράστασης πάρει νόημα, γίνει ψαλμωδία και όχι τσιτσίρισμα παράνομου χαρτιού που καίγεται. Κανείς δεν μπορεί να μείνει ακίνητος, πόσο μάλλον αναμάρτητος. Όταν το τσιγάρο τελειώνει κλείνει μέσα του την κάθαρση. Πρέπει να το σβήσουμε με στυλ. Η αυλαία κλείνει… Μου θυμίζει όλα τα όχι, τα μπορεί που δεν ξέρεις αν είχαν νόημα. Τότε καταλαβαίνεις πια πως η σκόνη της αυλαίας δεν ήταν απλά σκόνη, αλλά στάχτη. Απομεινάρια των αγγέλων και του Θεού που έκαναν ένα διάλειμμα, κάπνισαν ένα τσιγάρο. Αμάρτησαν. Θα τους καταδικάσουμε γι’ αυτό;

Οι καμινάδες είχαν εκείνο το απαίσιο κεραμιδί χρώμα που είχαν από πάντα κι η μοναξιά ήταν από χώμα, που έγινε λάσπη όταν έφυγες. Είπες ότι δεν θα ξανάρθεις αλλά δεν σε πίστεψα. Κι όμως ξαναγύρισες. Ήρθες πίσω πολλές φορές να με δεις και να μου θυμίσεις ότι οι παραστάσεις που δίναμε κάθε τόσο ήταν απλή απόγνωση. Απόγνωση για το κλάμα που ρίξαμε νωρίς, για την χώρα της λήθης που μας προκάλεσε αμνησία, για τα παιδιά που μας κυνήγησαν εκείνο το βράδυ στην παραλία, για τα ανύπαρκτα βάθη του ξεπεσμού που σε κατέστεψαν. Αλλά για στάσου. Μήπως δεν ήταν απλή απόγνωση; Μήπως ήταν ιερός σκοπός; Ανάγλυφη ανάγκη που μας κατέκτησε φέρνοντας τα πνεύματα μας σ’ένα γλυκό αγκάλιασμα. Ατολμία της αναγέννησης του σώματος που παγιδεύεται στο κατεστημένο. Ατίμασμα για μας που ξεχωρίσαμε, για μας που εγωλατρικά τολμήσαμε. Ανυψώσου.
-«Η ιστορία δεν ισορροπεί σε μια ευθεία», μου είπες εκείνο το βράδυ. «Η ιστορία είναι ευειδής σ’ αυτούς που ξέρουν να την καθαιρούν, έναντι στο θέλημά Του. Αυτός είναι απλός θεατής. Η δικαιοσύνη έρχεται μετά το θάνατο. Τότε γιατί υπάρχει σ’ αυτή τη ζωή;» και έκλαιγες κρατώντας τα παγωμένα κάγκελα με τα παιδικά σου χέρια.
Ήρθες πίσω πολλές φορές για να μου πεις ότι «Ο κόσμος είναι άδικος. Μια αρένα αξιοπιστιών που ρουφά την σκόνη από τις κουρτίνες της αυλαίας, που ζει με έναν αιώνιο βήχα. Έναν προσποιητό βήχα. Ένα πνίξιμο αποδεκτό, διχόγνωμο που στο τέλος καθαγιάζεται. Ενσωματώνεται στα μέσα». Αλλά για στάσου; Εμείς δεν αρκεστήκαμε στην ολιγάργκεια της παθητικότητας. Μαστιγωθήκαμε πρότυπα, δημόσια γιατί ξεχωρίσαμε, γιατί εγωλατρικά τολμήσαμε. Εγώ παγιδεύτηκα κι εσύ αφέθηκες στην σθεναρώτητα μιας υποτιθέμενης αιωνιότητας να κρατάς τα παγωμένα κάγκελα. Έγινα το αίμα με το οποίο έβαψαν τις κουρτίνες στο παλιό θέατρο της γειτονιάς σου κι εσύ τις έβρεχες με τα δάκρυά σου μήπως και ξεβάψουν. Τις έσκιζες μήπως και στάξουν.

-«Η ζωή δεν είναι προϋπόθεση», σου είπα εκείνο το βράδυ. «Η ζωή είναι προτροπή έναντι του δημιουργικού μέρους του εαυτού μας. Φόνος και όχι αυτοκτονία του Είναι μας από εμάς τους ίδιους για να προσυπογράψουμε αυτό που μέλλεται». Με κοίταγες με τα μεγάλα μάτια σου. Με κοίταγες και τα χαμήλωνες για να μην δω μέσα βαθιά την αντανάκλαση του προσώπου μου πίσω από παγωμένα κάγκελα. Τότε έπιανα το σαγόνι σου με το χέρι μου και σήκωνα το κεφάλι σου, αλλά δεν ήσουν εσύ. Ήμουν εγώ. Τρόμαζα και σε έδιωχνα μακριά και τότε έβαζες τα κλάματα, ξεσπούσες σε λυγμούς και φώναζες: «Κοίτα την παλάμη σου, κρατάς το φεγγάρι!»." ... 
(ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ...)