Thursday, January 29, 2015

ΤΟΤΕ... και ΤΩΡΑ...

Αυτό... το είχα γράψει όταν ήμουν 16 χρονών... και σκέφτομαι... 

Τί σκεφτόμουν άραγε τότε; Πού έχουμε φτάσει; και πώς ταυτίζομαι για ακόμα μία φορά με αυτή την εφηβική μου πάλη... την αιώνια πάλη... που την κουβαλάω μέσα μου...Τότε που ανακαλύπτεις τον εαυτό σου, την σεξουαλικότητά σου, το είναι σου, το 'υπάρχον'... Τότε που αρχίζεις και συνειδητοποιείς τι είναι ο κόσμος, πως λειτουργεί, πώς σε πληγώνει, πώς σ'ανυψώνει... πως στην πραγματικότητα είσαι ΄μόνος'...Μοναχικός θεατής σε μια 'παράσταση'... σε ένα 'θεατράκι'... ηθοποιός, σκηνοθέτης και θεατής μαζί... στην δική σου παράσταση... και χάνεσαι... και κλαίς και πονάς και χαμογελάς και ανακουφίζεσαι και αναγεννιέσαι και γερνάς... και χειροκροτάς... με αντίλαλο...Τότε που ανακαλύπτεις τους άλλους, τότε που ανακαλύπτεις τα γιατί σου και τα ναί σου και τα όχι σου... Τότε... 

Τώρα... που καταλαβαίνεις πως αυτή η πάλη είναι κομμάτι της ζωής σου, γιατί πάντα θα χάνεις αυτή τη μάχη μέσα σου... θα χάνεις αυτόν τον πόλεμο απέναντι στους άλλους και τους αστάθμητους παράγοντες που σε καθιστούν έρμαιο... να αγωνίζεσαι να είσαι ευτυχισμένος, ολοκληρωμένος... Να έχεις ένα σκοπό...Ε.Σ.
      

 Όταν ένα τσιγάρο κλείνει μέσα του μια ολόκληρη θεατρική παράσταση, πρέπει να το καπνίσουμε νωχελικά. Η αυλαία ανοίγει… Μου θυμίζει τα παλιά εκείνα θέατρα, με τις σκονισμένες, βελούδινες, κόκκινες κουρτίνες, που δεν ξέρεις αν έχουν βαφτεί τεχνικά ή απλά λογοτεχνικά με το αίμα κάποιου ήρωα. Η φλόγα διαλύει την σκόνη και το τρίξιμο από το χαρτί του προγράμματος που καίγεται προκαλεί ρίγος; μια παράξενη ζαλάδα στους θεατές που ρουφούν με πάθος. Δεν είναι η αυτογνωσία τα λόγια ενός Άμλετ, δεν είναι αυτοπραγμάτωση η κραυγή μιας Μήδειας; Είναι αληθοφάνεια, γιατί το κλάμα του θιάσου θα πάψει, θα εξατμιστεί με το σαβάνωμα που θα υποστεί από την αυλαία στο τέλος. Γιατί παντού και για πάντα υπάρχει ένα τέλος. Ακόμα και η ζωή έχει το δικό της ιδιότυπο τέλος. Ας μη μένουμε απλοί θεατές. Γίνετε καπνός, φωτιά, κομμάτι του Άμλετ, της Μήδειας. Τότε είναι που το πνευμόνι δεν θα σαπίσει, δεν θα υποστεί αφαίρεση. Και έτσι, ίσως ο ψίθυρος κατά τη διάρκεια της παράστασης πάρει νόημα, γίνει ψαλμωδία και όχι τσιτσίρισμα παράνομου χαρτιού που καίγεται. Κανείς δεν μπορεί να μείνει ακίνητος, πόσο μάλλον αναμάρτητος. Όταν το τσιγάρο τελειώνει κλείνει μέσα του την κάθαρση. Πρέπει να το σβήσουμε με στυλ. Η αυλαία κλείνει… Μου θυμίζει όλα τα όχι, τα μπορεί που δεν ξέρεις αν είχαν νόημα. Τότε καταλαβαίνεις πια πως η σκόνη της αυλαίας δεν ήταν απλά σκόνη, αλλά στάχτη. Απομεινάρια των αγγέλων και του Θεού που έκαναν ένα διάλειμμα, κάπνισαν ένα τσιγάρο. Αμάρτησαν. Θα τους καταδικάσουμε γι’ αυτό;

Οι καμινάδες είχαν εκείνο το απαίσιο κεραμιδί χρώμα που είχαν από πάντα κι η μοναξιά ήταν από χώμα, που έγινε λάσπη όταν έφυγες. Είπες ότι δεν θα ξανάρθεις αλλά δεν σε πίστεψα. Κι όμως ξαναγύρισες. Ήρθες πίσω πολλές φορές να με δεις και να μου θυμίσεις ότι οι παραστάσεις που δίναμε κάθε τόσο ήταν απλή απόγνωση. Απόγνωση για το κλάμα που ρίξαμε νωρίς, για την χώρα της λήθης που μας προκάλεσε αμνησία, για τα παιδιά που μας κυνήγησαν εκείνο το βράδυ στην παραλία, για τα ανύπαρκτα βάθη του ξεπεσμού που σε κατέστεψαν. Αλλά για στάσου. Μήπως δεν ήταν απλή απόγνωση; Μήπως ήταν ιερός σκοπός; Ανάγλυφη ανάγκη που μας κατέκτησε φέρνοντας τα πνεύματα μας σ’ένα γλυκό αγκάλιασμα. Ατολμία της αναγέννησης του σώματος που παγιδεύεται στο κατεστημένο. Ατίμασμα για μας που ξεχωρίσαμε, για μας που εγωλατρικά τολμήσαμε. Ανυψώσου.
-«Η ιστορία δεν ισορροπεί σε μια ευθεία», μου είπες εκείνο το βράδυ. «Η ιστορία είναι ευειδής σ’ αυτούς που ξέρουν να την καθαιρούν, έναντι στο θέλημά Του. Αυτός είναι απλός θεατής. Η δικαιοσύνη έρχεται μετά το θάνατο. Τότε γιατί υπάρχει σ’ αυτή τη ζωή;» και έκλαιγες κρατώντας τα παγωμένα κάγκελα με τα παιδικά σου χέρια.
Ήρθες πίσω πολλές φορές για να μου πεις ότι «Ο κόσμος είναι άδικος. Μια αρένα αξιοπιστιών που ρουφά την σκόνη από τις κουρτίνες της αυλαίας, που ζει με έναν αιώνιο βήχα. Έναν προσποιητό βήχα. Ένα πνίξιμο αποδεκτό, διχόγνωμο που στο τέλος καθαγιάζεται. Ενσωματώνεται στα μέσα». Αλλά για στάσου; Εμείς δεν αρκεστήκαμε στην ολιγάργκεια της παθητικότητας. Μαστιγωθήκαμε πρότυπα, δημόσια γιατί ξεχωρίσαμε, γιατί εγωλατρικά τολμήσαμε. Εγώ παγιδεύτηκα κι εσύ αφέθηκες στην σθεναρώτητα μιας υποτιθέμενης αιωνιότητας να κρατάς τα παγωμένα κάγκελα. Έγινα το αίμα με το οποίο έβαψαν τις κουρτίνες στο παλιό θέατρο της γειτονιάς σου κι εσύ τις έβρεχες με τα δάκρυά σου μήπως και ξεβάψουν. Τις έσκιζες μήπως και στάξουν.

-«Η ζωή δεν είναι προϋπόθεση», σου είπα εκείνο το βράδυ. «Η ζωή είναι προτροπή έναντι του δημιουργικού μέρους του εαυτού μας. Φόνος και όχι αυτοκτονία του Είναι μας από εμάς τους ίδιους για να προσυπογράψουμε αυτό που μέλλεται». Με κοίταγες με τα μεγάλα μάτια σου. Με κοίταγες και τα χαμήλωνες για να μην δω μέσα βαθιά την αντανάκλαση του προσώπου μου πίσω από παγωμένα κάγκελα. Τότε έπιανα το σαγόνι σου με το χέρι μου και σήκωνα το κεφάλι σου, αλλά δεν ήσουν εσύ. Ήμουν εγώ. Τρόμαζα και σε έδιωχνα μακριά και τότε έβαζες τα κλάματα, ξεσπούσες σε λυγμούς και φώναζες: «Κοίτα την παλάμη σου, κρατάς το φεγγάρι!»." ... 
(ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ...)

No comments:

Post a Comment